μαδίσῃ

μαδίσῃ
μαδίσηι , μάδισις
fem dat sg (epic)
μαδίζω
pluck
aor subj mid 2nd sg
μαδίζω
pluck
aor subj act 3rd sg
μαδίζω
pluck
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μάδιση — η (Α μάδισις) [μαδίζω] μάδηση, πτώση ή αφαίρεση τριχών, φτερών ή φύλλων αρχ. είδος νόσου τών ριζών τών δένδρων, αλλ. λοπάς …   Dictionary of Greek

  • μάδηση — και μάδιση, η (AM μάδησις, Α και μάδισις) [μαδώ] το μάδημα, η πτώση ή αφαίρεση τών τριχών, η φαλάκρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μάδηση < μαδώ, ενώ ο τ. μάδιση < μαδίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”